ὀβελίσκου

ὀβελίσκου
ὀβελίσκος
small spit
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • SEMICOCTA — in sacris vetita. Exod. c. 12. v. 9. ubi de Agno Paschali. Non comedetis ex eo semicoctum quidquam, aut coctum in aqua, sed assum igne. Nempe coquorum incuriâ saepe accidit, ut non perfecta sit coctio. Unde Martial. Naeviae l. 3. Epigr. 13.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • μιναρές — Πύργος από τον οποίο καλούνται σε προσευχή οι μουσουλμάνοι. Είναι χτισμένος δίπλα στο τζαμί ή αποτελεί τμήμα του. Οι πρώτοι μ. είχαν συνήθως μια στριφτή εσωτερική σκάλα. Οι μ. της Αιγύπτου, του Ιράκ, του Ιράν και των χωρών της Κεντρικής και Μέσης …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Κίρχερ, Ατανάζιους — (Athanasius Kircher, Φούλντα 1601; – Ρώμη 1680). Γερμανός λόγιος. Σπούδασε σε ιησουιτική σχολή της γενέτειράς του και σε ηλικία 17 ετών ασπάστηκε το μοναχικό σχήμα. Θεωρείται ένας από τους ευρυμαθέστερους λογίους όλων των εποχών. Γνώριζε εβραϊκά …   Dictionary of Greek

  • Μωάβ — Βιβλικό πρόσωπο, γιος του Λωτ από τη μεγαλύτερη κόρη του και γενάρχης των Μωαβιτών. Οι Μωαβίτες μιλούσαν γλώσσα της χαναανιτικής οικογένειας με σημιτικούς ιδιωματισμούς, γνωστή από επιγραφή του οβελίσκου του μωαβίτη βασιλιά Μέσα. Η γλώσσα αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Νικούσιος, Παναγιώτης — (; – Σάξα, Πολωνία 1673). Μέγας Διερμηνέας της Πύλης, ο πρώτος Έλληνας που ανέβηκε στο αξίωμα αυτό. Οι ιστορικές ειδήσεις για τη ζωή του είναι πενιχρές και αντιφατικές. Έτσι, ως τόπος γέννησής του φέρονται η Κωνσταντινούπολη, η Χίος, η Ακαρνανία… …   Dictionary of Greek

  • Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… …   Dictionary of Greek

  • μαρτυράω — / μαρτυρώ, μαρτύρησα βλ. πίν. 58 και πρβλ. μαρτυρώ Σημειώσεις: μαρτυράω – μαρτυρώ : με την έννοια βασανίζομαι, παιδεύομαι χρησιμοποιείται κυρίως στον αόριστο (μαρτύρησα). Απαντάται στο γ πρόσωπο του ενεστ. με την ειδική έννοια → φανερώνει,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”